ορχεοειδή — τα καλλωπιστικά φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… … Dictionary of Greek
ιόνοψις — ἡ βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ορχεοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ionopsis < ion (πρβλ. ἴον) + opsis (πρβλ. όψις)] … Dictionary of Greek
ορχιδώδη — τα τάξη μονοκότυλων φυτών τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα δομή τού άνθους τους και στην οποία ανήκει μία μόνον οικογένεια, οι ορχιδίδες ή ορχεΐδες, αλλ. ορχεοειδή … Dictionary of Greek
ορχιοειδή — τα βλ. ορχεοειδή … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
ζυγοπέταλο — (zygopetalum). Μονοκοτυλήδονα ορχεοειδή φυτά. Πρόκειται για πόες με κοντό βλαστό, οι οποίες φέρουν συνήθως πτυχωτά φύλλα. Σε πολλά από αυτά, τα άνθη εμφανίζονται πολλά μαζί και έχουν σέπαλα και πέταλα σχεδόν ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα.… … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek